- κατακόμβη
- ηυπόγειο νεκροταφείο των πρώτων χριστιανών: Οι χριστιανοί έθαβαν τους νεκρούς τους στις κατακόμβες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατακόμβη — η (AM στον πληθ. κατακοῡμβαι) υπόγειο νεκροταφείο με στοές τών πρώτων χριστιανών νεοελλ. υπόγειο ανήλιο και υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catacomba < μέσ. λατ. catacumbae < δημ. λατ. cata tumbas «κοντά στους τάφους» < ελλ. πρόθ. κατά +… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek
κατακούμβαι — κατακοῡμβαι, αἱ (Α) βλ. κατακόμβη … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Αγνή — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η Αυστριακή (1280 – 1364). Κόρη του αυτοκράτορα Αλβέρτου A’ και της Ελισάβετ της Καρινθίας, σύζυγος από το 1296 του βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Γ’. 2. Α. της Γαλλίας (1174 – 1220). Γαλλίδα πριγκίπισσα, κόρη του… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek